Hint! Μπορείς να ανεβάζεις την άποψή σου, αφού πρώτα γίνεις μέλος της παρέας μας εδώ. Είσαι μέσα, λοιπόν;

Η βραχνή φωνή του ερωδιού (Μύθοι των Οτόρι, τ. 4)
Συγγραφέας: Lian Hearn
Μεταφραστής: Μαρία Αγγελίδου
Ηλικία:15+
Λέξεις κλειδιά: φιλία, προδοσία, μεσαίωνας, Ιαπωνία, έρωτας, Έπος
ISBN:9789601634555 , Σελίδες:752 , ΒΚΜ:07455

Περίληψη

Έπειτα από χρόνια πολέμων και θυσιών, ο άρχοντας Οτόρι Τακέο και η σύζυγός του Καεντέ κατάφεραν επιτέλους να ενώσουν τις Τρεις Χώρες και να φέρουν την ειρήνη και την ευημερία στον τόπο. Ο κόσμος τους βρίσκεται πια σε αρμονία και ο ουρανός μοιάζει να τους χαμογελά. Η μεγαλύτερη κόρη τους έχει αναδειχθεί σε εξαίρετη και συνετή πολεμίστρια και είναι έτοιμη να διαδεχτεί τον πατέρα της, ενώ οι δίδυμες μικρές τους κόρες μεγαλώνουν κάτω από την κηδεμονία της Φυλής. Ο Τακέο, όμως, γνωρίζει ότι η ευδαιμονία αυτή είναι προσωρινή, γιατί δεν μπορεί να ξεχάσει την προφητεία εκείνη που δεν τόλμησε ποτέ να μοιραστεί με τη γυναίκα και τα παιδιά του – πως του μέλλει να πεθάνει από το χέρι ενός μέλους της οικογένειάς του!

Παρ’ όλ’ αυτά, ο Τακέο δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με αυτά τα μυστικά, καθώς η πολυετής ευημερία του τόπου του διακόπτεται απότομα. Μια οικογένεια αποστατών της Φυλής επιχειρεί να δολοφονήσει την Καεντέ, αποκαλύπτοντας αδυναμίες στο αμυντικό σύστημα των Τριών Χωρών που ενθαρρύνουν τους εχθρούς του Τακέο. Στο μεταξύ, ο αυτοκράτορας των Εννιά Νησιών, κάτω από την καθοδήγηση του δολοπλόκου πολέμαρχού του, δείχνει επικίνδυνο ενδιαφέρον για τη γη των Οτόρι, ενώ οι ξένοι που έχουν αρχίσει να καταφτάνουν στις ακτές της μεσαιωνικής Ιαπωνίας φέρνουν νέα ήθη στο εμπόριο, νέες λατρείες και νέα όπλα. Έτσι, ό,τι ο Τακέο με την Καεντέ έχτισαν με κόπο και με αίμα βρίσκεται σε κίνδυνο. Οι Οτόρι, όμως, δεν παραδίδουν ποτέ τα όπλα.

Στο καταιγιστικό αυτό μυθιστόρημα, ο αναγνώστης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα επικές σκηνές μάχης, επαίσχυντες δολοπλοκίες και προδοσίες, αλλά και πράξεις άδολης αγάπης και ύψιστης θυσίας που συνιστούν την κορύφωση των Μύθων των Οτόρι.

 

Video

See video

Δες εικόνες εμπνευσμένες από τους ήρωες των βιβλίων και τις περιπέτειές τους.

See video

Δες μάνγκα εμπνευσμένο από τη σειρά.

See video

Δες ένα ερασιτεχνικό τρέιλερ για το τέταρτο βιβλίο της σειράς, «Η βραχνή φωνή του ερωδιού».

Ο Συγγραφέας αποκαλύπτει

Ξεκίνησα να γράφω την «Παγίδα των Αηδονιών» έχοντας κατά νου τους βασικούς χαρακτήρες και την πρώτη φράση από την αφήγηση του Τακέο. Βρισκόμουν στο «Διεθνές Χωριό των Τεχνών Ακιγιοσιντάι», στην επαρχία Γιαμαγκούτσι. Ήταν ένα ψυχρό και βροχερό απόγευμα του Σεπτέμβρη. Το φως ήταν ωχρό και λιγοστό. Το νερό ξεχείλιζε από τις λίμνες που βρίσκονται γύρω από τα σπίτια των καλλιτεχνών. Κάπου κάπου, μια αλκυόνα φτερούγιζε πάνω από την επιφάνεια των λιμνών. Έγραφα σ’ ένα σημειωματάριο με ένα μαύρο μαρκαδοράκι που είχα αγοράσει στο Χιμέτζι. Στην αρχή σημείωσα: «Η μητέρα μου συνήθιζε να με απειλεί ότι θα με κάνει κομμάτια». Ύστερα το άλλαξα σε «θα με κόψει σε οκτώ κομμάτια». Ήθελα πού και πού να χρησιμοποιώ γιαπωνέζικες φράσεις με την κυριολεκτική τους σημασία, έτσι ώστε να δημιουργήσω στον αναγνώστη την αίσθηση ότι το βιβλίο δεν είχε γραφτεί στα αγγλικά.

Από πολλά χρόνια πριν είχα εγκύψει στην ιστορία και τη λογοτεχνία της Ιαπωνίας· διάβασα πολύ, είδα ταινίες, μελέτησα τη γλώσσα. Εκείνη την εποχή βρισκόμουν μονάχη στην Ιαπωνία, σε εκείνο το ειδυλλιακό μέρος. Η πρόκληση για μένα ήταν να κατορθώσω να ζωντανέψω όλα όσα είχα στριμώξει στο μυαλό μου τόσον καιρό.

Σιγά σιγά, ο κόσμος των Οτόρι άρχισε να παίρνει μορφή. Πήγαινα αρκετά συχνά στο Χάγκι, την πανάρχαιη καστρόπολη της φατρίας των Τσοσούου. Επισκέφθηκα σπίτια των σαμουράι και περιεργάστηκα έργα τέχνης στα μουσεία. Περιδιάβηκα τα βουνά πίσω από το Χωριό των Τεχνών, τριγύρισα ανάμεσα στους ορυζώνες και στην ακροποταμιά. Οπουδήποτε βρισκόμουν, προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα ζούσαν οι ήρωές μου πριν από πεντακόσια χρόνια. Όταν συνομιλούσα με άλλους, έπρεπε να τους αφουγκράζομαι καλά και να έχω την ακοή μου σε εγρήγορση, όπως ακριβώς όταν ήμουν παιδί. Κατέληξα να μπορώ να ακούω και να αντιλαμβάνομαι τα πάντα, όμως η ίδια κατέληξα στην ουσία μουγγή, καθώς δεν άνοιγα το στόμα μου για να μιλήσω. Το ίδιο συνέβη και με τον Τακέο.

Απέκτησα μανία με τα μαρκαδοράκια και κατέληξα να τα αγοράζω με το κιλό. Κουβαλούσα παντού το σημειωματάριό μου κι έγραφα στον δρόμο, στα τρένα και τα αεροπλάνα, στις αίθουσες αναμονής. Βρισκόμουν στη Φουκουόκα, όταν ξαφνικά εμπνεύστηκα ολόκληρο το τέλος του βιβλίου. Με δυσκολία κατάφερνα να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό και τη συγκίνησή μου, παρά το γεγονός ότι η ίδια η διαδικασία της γραφής του βιβλίου είχε αποδειχθεί ιδιαίτερα κοπιαστική.

Αυτό που με γοητεύει στην ιαπωνική τέχνη και λογοτεχνία είναι η χρήση της σιωπής και της ασυμμετρίας. Μου αρέσει η έννοια του μα: το ενδιάμεσο κενό, το οποίο ενεργοποιεί την αντίληψη. Ήθελα να δω εάν μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη σιωπή στο γράψιμο. Γι’ αυτό και το ύφος μου είναι φειδωλό, ελλειπτικό και υπαινικτικό. Ό,τι δε λέγεται είναι τόσο σημαντικό όσο αυτό που δηλώνεται.

Με ενδιαφέρει το φαινόμενο της φεουδαρχίας. Όποτε η δημοκρατία και το κράτος δικαίου καταρρέουν, οι ανθρώπινες κοινωνίες φαίνεται πως στρέφονται στη φεουδαρχία. Ήθελα να γράψω ένα φανταστικό έργο τοποθετημένο σε μια φεουδαρχική κοινωνία, όμως ήθελα να γράψω για πραγματικούς ανθρώπους, των οποίων τα συναισθήματα είναι ακόμη πιο έντονα, επειδή ζουν υπό τον περιορισμό και την καταπίεση των κοινωνικών κωδίκων. Η ιστορία μου δεν περιέχει αναφορές σε κάποιους παραδοσιακούς «κακούς», αν και πολλοί απ’ αυτούς θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ανταγωνίζονται επάξια τους δικούς μου χαρακτήρες. Ο Ιίντα Σανταμού και ο Οτόρι Σιγκέρου προέρχονται από την ίδια κοινωνική τάξη και από το ίδιο περιβάλλον. Ο Ιίντα έχει διαφθαρεί από την εξουσία, ενώ ο Σιγκέρου είναι φιλεύσπλαχνος από τη φύση του· στην ουσία όμως, πρόκειται για όμοιους χαρακτήρες. Ο ένας δεν είναι ένα τέρας, ο άλλος δεν είναι υπερ-ήρωας. Οι χαρακτήρες μου επιζητούν την εξουσία, έχουν ελαττώματα και ψεγάδια και διαπράττουν σφάλματα· όμως αγαπούν τη ζωή και αγκαλιάζουν σφιχτά όλα όσα έχει να τους προσφέρει.

Είχα σκοπό να γράψω μονάχα ένα βιβλίο, όμως, πολύ πριν ολοκληρώσω τη συγγραφή του πρώτου, συνειδητοποίησα ότι η ιστορία που είχα επινοήσει δεν μπορούσε να χωρέσει σε αυτό. Τελικά, μου φάνηκε πως ξεδιπλωνόταν, μ’ έναν τρόπο σχεδόν φυσικό, σε τρία μέρη. Γράφτηκε, ωστόσο, ως ενιαίο μυθιστόρημα.

Το έγραψα –απνευστί– σε τέσσερα μεγάλα σημειωματάρια, από τον Σεπτέμβρη του 1999 ως τον Απρίλη του 2001. Από τον Ιούνη του 2001 ως το Μάρτη του 2002, το ξανάγραψα στον υπολογιστή. Κάπου στα μέσα εκείνης της περιόδου, «Η παγίδα των αηδονιών» βρισκόταν ήδη στα χέρια των επιμελητών: δεν άλλαξαν σχεδόν ούτε μία πρόταση.